-
1 διπλωμα
- ατος τό1) двойное количество Arst.2) (сложенное) письмо, документ, грамота(διπλώματα σεσημασμένα Plut.)
-
2 δίπλωμα
δίπλωμαanything double: neut nom /voc /acc sg -
3 δίπλωμα
τό1) диплом; аттестат; свидетельство; письменное удостоверение;δίπλωμα απονομής παρασήμου — орденская книжка;
2) складывание, свёртывание; сгибание;3) завёртывание, обёртывание -
4 δίπλωμα
[диплома] ουσ ο диплом, аттестат, свидетельство. -
5 δίπλωμα
A anything double: hence of the parallel streams of the 'milky way', Arist.Mete. 346a24; of 'doubled' position of foetus at birth, Sor.2.60, Philum. ap.Aët.16.23.II folded paper: hence, letter of recommendation, esp. passport, Cic.Att.10.17.4, Fam.6.12.3; later, order enabling a traveller to use the public post, Plu.Galb.8, OGI665.25 (Egypt, i A. D.), etc.; receipt for payment of licences or taxes, PAmh.2.92 (ii A. D.), etc.III double pot for boiling unguents, etc., Dsc.2.77, Crito ap.Gal.13.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπλωμα
-
6 δίπλωμα
δί-πλωμα, τό, das Doppelte; das Zusammengelegte, bes. ein offener Brief, Empfehlungsschreiben; Diplom. Bei den Ärzten ein Gefäß, welches in ein größeres mit siedendem Wasser angefülltes gesetzt wird, um darin zu kochen -
7 δίπλωμα
1) brevet2) diplôme -
8 δίπλωμα
dyplom (m) rzecz. -
9 δίπλωμα
1) diplom2) vysvědčení -
10 δίπλωμα
diplomaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δίπλωμα
-
11 ἐπ-ανα-δίπλωμα
ἐπ-ανα-δίπλωμα, τό, das Doppelte, Arist. H. A. 2, 15.
-
12 ἐν-δίπλωμα
ἐν-δίπλωμα, τό, das darin Verdoppelte, Galen.
-
13 Βλάκας με δίπλωμα
– Βλάκας με πατέντα ( με δίπλωμα)• Набитый дуракИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βλάκας με δίπλωμα
-
14 διπλώματα
δίπλωμαanything double: neut nom /voc /acc pl -
15 διπλώματι
δίπλωμαanything double: neut dat sg -
16 διπλώματος
δίπλωμαanything double: neut gen sg -
17 πτύγμα
πτύγμα, τό, das Gefaltete, Zusammengelegte; πέ-πλοιο πτύγμα, das doppelt zusammengelegte Oberkleid, Il. 5, 315; VLL. erkl. δίπλωμα; vgl. πέπλων ὀλίγον πτύγμα, Phaedim. 3 (VI, 271). – Bei den Aerzten ein doppelt gelegter Lappen, ἐρίου, von Wolle.
-
18 βλάκας
[-άξ (-ακός)] ο глупец, дурак, дурень, болван, идиот;οι βλάκες — дурачьё;
§ βλάκας με δίπλωμα — набитый дурак
-
19 ευρεσιτεχνία
η1) изобретательство; 2) изобретение (действие);δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — патент на изобретение
-
20 Βλάκας με πατέντα
– Βλάκας με πατέντα ( με δίπλωμα)• Набитый дуракИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Βλάκας με πατέντα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δίπλωμα — anything double neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το 1. το τσάκισμα: Το δίπλωμα των ρούχων πρέπει να είναι προσεκτικό. 2. έγγραφο, πτυχίο ολοκλήρωσης κύκλου σπουδών: Έχει δίπλωμα οδήγησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλώματα — δίπλωμα anything double neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματι — δίπλωμα anything double neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπλώματος — δίπλωμα anything double neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cyprus College — Established 1961 Type Private College Students 3,500 … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο … Dictionary of Greek
διπλωματική — Επιστήμη η οποία με τη βοήθεια άλλων κλάδων, όπως η παλαιογραφία, η χρονολογία, η σφραγιδογραφία και η ιστορία του δικαίου, μελετά τα έγγραφα (διπλώματα) και καθορίζει τα απαραίτητα κριτήρια για την εξακρίβωση της αυθεντικότητάς τους, με σκοπό να … Dictionary of Greek